- φαλαγγαρχία η
- το αξίωμα του φαλαγγάρχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαλαγγαρχία — φαλαγγαρχίᾱ , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem nom/voc/acc dual φαλαγγαρχίᾱ , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγαρχία — η, ΝΜΑ [φαλαγγάρχης] νεοελλ. μσν. η αρχή, το αξίωμα τού φαλαγγάρχη αρχ. 1. στρατιωτικό σώμα από 4.096 άνδρες, στρατηγία 2. ομάδα από 64 ελέφαντες … Dictionary of Greek
φαλαγγαρχίας — φαλαγγαρχίᾱς , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem acc pl φαλαγγαρχίᾱς , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγαρχίαι — φαλαγγαρχίᾱͅ , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγαρχίαν — φαλαγγαρχίᾱν , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… … Dictionary of Greek